- σουλφαθειαζόλιο
- το, Νχημ. δικυκλική αρωματική οργανική ένωση με αντιμικροβιακή δράση, σουλφαμίδη που χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στην κτηνιατρική για την καταπολέμηση ασθενειών οι οποίες οφείλονται στον στρεπτόκοκκο, τον σταφυλόκοκκο, την παστερέλλα και την σιγκέλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfathiazole < sulfa- (βλ. σουλφ[ο]-) + thiazole «θειαζόλιο»].
Dictionary of Greek. 2013.